επικαθαίρω

επικαθαίρω
ἐπικαθαίρω και ἐπικαθαρίζω (AM)
1. καθαρίζω ακόμη περισσότερο
2. μέσ. ἐπικαθαίρομαι
καθαρίζομαι επί πλέον (για συμπληρωματική έμμηνη ρύση).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθαίρω «καθαρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επικαθαιρώ — ἐπικαθαιρῶ, έω (Α) καταρρίπτω, γκρεμίζω, καταστρέφω επί πλέον ή μετά από άλλους («ἐπικαθελών τὸ ἐν Τέῳ τεῖχος», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ αιρώ «κατεβάζω, σύρω κάτω»] …   Dictionary of Greek

  • επικάθαρσις — ἐπικάθαρσις, ἡ (Α) [επικαθαίρω] 1. συμπληρωματική, πρόσθετη κάθαρση 2. καθάρισμα, κάθαρση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”